ὑψηλότης

ὑψηλότης
ὑψηλότης
loftiness
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑψηλότητα — ὑψηλότης loftiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλότητι — ὑψηλότης loftiness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλότητος — ὑψηλότης loftiness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • сиятельство — Калькирует, по видимому, лат. serenissimus : serēnus ясный или лат. illustris, как и нем. durchlaucht – то же (Клюге Гётце 119). Иначе образовано нов. греч. ὑψηλότης …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… …   Dictionary of Greek

  • υψηλότητα — η / ὑψηλότης, ητος, ΝΜΑ [υψηλός] η ιδιότητα τού υψηλού νεοελλ. προσφώνηση πριγκίπων («η Αυτού [ή Αυτής] Υψηλότητα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”